- ἑσπερινούς
- ἑσπερινόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἑσπερινούς — Ἑσπερινός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανατολικά — Τροπάρια τα οποία ψάλλονται κατά τη μεταπασχαλινή περίοδο. Από αυτά, τέσσερα ψάλλονται κάθε Σάββατο στον μεγάλο εσπερινό (μετά τα αναστάσιμα τροπάρια) και άλλα τέσσερα κάθε Κυριακή στον όρθρο (μετά τα αναστάσιμα τροπάρια των Αίνων). Τα ίδια… … Dictionary of Greek
αγιολογία — Ο ιστορικός κλάδος της θεολογικής επιστήμης που ασχολείται με τους βίους των αγίων. Πρώτη απόπειρα αγιολογικής συγγραφής αποτελούν οι Πράξεις των Αποστόλων, που τις ακολούθησαν, εξαιτίας των διωγμών, οι συλλογές βίων μαρτύρων, όπως π.χ. οι… … Dictionary of Greek